σκέπαστρον

σκέπαστρον
σκέπ-αστρον, τό,= σκεπαστήριον,
A veil, Sm.Jb.24.15; hood, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκέπαστρον — veil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”